zone of cementation - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

zone of cementation - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Cemented; Cementation (disambiguation)

zone of cementation      

нефтегазовая промышленность

зона сцементированных пород (ниже зоны выветривания)

green zone         
  • View of the Green Zone in Baghdad
  • Aerial view and map of the Green Zone
  • Al Zaqura Building, part of the Iraqi prime minister's office
AREA IN BAGHDAD, IRAQ
Green zone; Baghdad’s Green Zone; Baghdad's Green Zone; Greenzone; Green Zone, Iraq; Iraq Green Zone; Iraqi Green Zone; International Zone of Baghdad

строительное дело

зелёная зона, территория размещения зелёных насаждений (в пределах селитебной зоны)

zone of saturation         
  • Cross section showing the water table varying with surface topography as well as a perched water table
AREA IN AN AQUIFER, BELOW THE WATER TABLE
Zone of saturation; Saturated zone

нефтегазовая промышленность

зона насыщения

Ορισμός

грип
ГРИП, ГРИПП, гриппа, ·муж. (·франц. grippe) (мед.). Инфекционная болезнь - катарральное воспаление дыхательных путей, сопровождаемое лихорадочным состоянием; то же, что инфлуэнца
.

Βικιπαίδεια

Cementation

Cementation may refer to:

  • Cementation (biology), the process whereby some sessile bivalve mollusks (and some other shelled invertebrates) attach themselves permanently to a hard substrate
  • Cementation (geology), the process of deposition of dissolved mineral components in the interstices of sediments
  • Cementation (medical), a small deposit of calcium, similar to a cyst
  • Cementation (metallurgy), a process in which ions are reduced to zero valence at a solid metallic interface
  • Cementation process, an obsolete technique for making steel by carburization of iron
  • Carburization, a process for surface hardening of low-carbon steel
  • Cementation Company, a British construction business
Μετάφραση του &#39zone of cementation&#39 σε Ρωσικά